Μετοικήσεις/ Μετάβαση του Σταύρου Παναγιωτάκη
Κάτι πολύ ιδιαίτερο είχαμε την ευκαιρία να δούμε το Σάββατο 16 Απριλίου στο «Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης». Μια μετάβαση από τη μία τέχνη στην άλλη, από τη μία κατάσταση στην άλλη στο πρώτο μέρος ενός τριπτύχου. Το ερώτημα ήταν ένα και αφορούσε στο αν μπορούν στην πραγματικότητα όλες οι τέχνες να συνδυαστούν για να δώσουν ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Ο σκηνοθέτης, Σταύρος Παναγιωτάκης, ένας άνθρωπος που έχει εκφράσει με πολλούς τρόπους όλα αυτά τα χρόνια την αγάπη του για την τέχνη, προσπάθησε να δώσει μια απάντηση με τη βοήθεια της ομάδας σύμπραξης πολλών καλλιτεχνών, “LABOR”.
Καταρχήν, η παράσταση «Μετοικήσεις/ Μετάβαση – Transitions/ Denizens» χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο φέρει τον τίτλο «Το σώμα (η μετάβαση σε μια κοινωνία)», το οποίο εκτυλίχτηκε στην αίθουσα πριν τον κύριο χώρο της παράστασης. Ο Σάκης Κοντονικόλας με αριστοτεχνία αυτοσχεδίασε ήχους στο πιάνο του και μας καλωσόρισε σε κάτι πολύ ιδιαίτερο. Πολύ γρήγορα τη σκυτάλη πήρε ο Νίκος Κουκής με το φλάουτό του, ο οποίος μας συνόδευσε μέχρι την κύρια αίθουσα.
Όταν ο ήχος του Κουκή σταμάτησε, το σωματικό θέατρο ακολούθησε. Ήταν το δεύτερο μέρος, με τίτλο «Περιπλάνηση», το οποίο ξεκίνησε για να μας εισάγει στην εικαστική–θεατρική πλευρά της παράστασης. Η Δέσποινα Καπουλίτσα ανέλαβε την εκτέλεση της χορογραφίας, μόνη της κλεισμένη μέσα σε μια λευκή «φωλιά». Το δεύτερο μέρος συνεχίστηκε με το ντοκιμαντέρ “CITIZENS vs WORK”, που αναφέρεται στην υλοποίηση μιας ιδιότυπης οικολογικής κατοικίας από εθελοντές του οικισμού Ρομά Περαίας, σε σκηνοθεσία του Σταύρου Παναγιωτάκη. Αμέσως, η λέξη «Υπομονή» -μια εγκατάσταση της Γιώτας Ανδριάκαινα- σημάδεψε το τέλος του βίντεο και μας πέρασε στην επόμενη πράξη. Το δεύτερο μέρος ολοκληρώθηκε με ποίηση, αφού ο Σταύρος Ζαφειρίου διάβασε αποσπάσματα της ποιητικής συλλογής του με τίτλο «Δύσκολο».
Στο τρίτο μέρος, με τίτλο «Μεταμόρφωση», φοιτητές της σχολής Καλών Τεχνών ανέλαβαν δράση, ζωγραφίζοντας ζωντανά πάνω σε ένα χαρτί που βρισκόταν στο πάτωμα. Έπειτα, η Άννα Μπέρκα, φορώντας άσπρα ρούχα που αργότερα γέμισαν χρώμα, ερμήνευσε το «Παράπονο ή Ξενιτιά», σε μια αυτοσχεδιαστική εκτέλεση. Τρία βίντεο του Σταύρου Παναγιωτάκη (το ένα πλαισιωμένο με κρουστά, βιολί και μπάσο) μας συνόδευσαν στην «έξοδο» και μας χαιρέτισαν μετά από 80 λεπτά περιπλάνησης.
Η σκηνοθεσία του Παναγιωτάκη, ο οποίος ανέλαβε να ενσωματώσει όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία σε μια παράσταση, ήταν καλή. Το υλικό που είχε να διαχειριστεί ήταν πλούσιο. Ο στόχος ήταν το έργο να εστιάσει στη μεταμόρφωση που υφίσταται ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια των διαδικασιών της εξέλιξης του. Η ερασιτεχνική ματιά μας δεν μπόρεσε να εντοπίσει το μήνυμα αυτό. Η προσοχή του κοινού συνεχώς άλλαζε εστίαση και το ένα μέσο διαδεχόταν το άλλο, προκαλώντας μια μικρή σύγχυση. Μια σύγχυση που ίσως στο μάτι ενός πιο έμπειρου μπορεί να φανεί εσκεμμένη και απαραίτητη για τη μετάδοση του μηνύματος.
Οι μουσικές που ακούσαμε σε σύνθεση και επιμέλεια -κυρίως- του Γιάννη Μήτση ήταν ίσως το καλύτερο κομμάτι της παράστασης. Τόσο το σημείο του Σάκη Κοντονικόλα όσο και το απαιτητικό φλάουτο του Νίκου Κουσή ήταν μοναδικά. Ωστόσο, όσο περνούσε η ώρα, οι μουσικές ενορχηστρώσεις αγρίευαν, με αποκορύφωμα τον μουσικό αυτοσχεδιασμό λίγο πριν το τελευταίο βίντεο.
Η ερμηνεία της Άννας Μπέρκα, όπως και η χορογραφία της Δέσποινας Καπουλίτσα, ήταν κατά τη γνώμη μας στα δυνατά σημεία των «Μεταβάσεων».
Το στοιχείο που υπήρχε σε μικρότερο βαθμό ήταν το εικαστικό. Είδαμε πολύ λίγες εικαστικές δημιουργίες ενώ η μουσική και η ψηφιακή εικόνα κάλυπταν μεγαλύτερο μέρος της παράστασης.
Το οπτικό δρώμενο που παρακολουθήσαμε ήταν το πρώτο ενός εικαστικού–μουσικού τριπτύχου. Θα είχε ενδιαφέρον να εντοπιστούν τα κοινά στοιχεία των τριών αυτών πτυχών και το πώς ο κύριος Παναγιωτάκης επιθυμεί να εξελίξει αυτό που παρακολουθήσαμε στις 16 Απριλίου.
Η αλήθεια είναι πως είχε τα πάντα. Είχε μουσική, ποίηση, τραγούδι, ζωγραφική, θέατρο, εικαστικά και εικόνα–βίντεο. Το κοινό στο οποίο απευθυνόταν ήταν ιδιαίτερο, όμως δε θα μπορούσαμε να μην αναγνωρίσουμε την καινοτομία του πράγματος. Η ομάδα “LABOR” προσπάθησε να κάνει το ακατόρθωτο, να φέρει μαζί πολλές εκφράσεις τέχνης και να τις συνδυάσει υπό μια κοινή θεματική, η οποία εκφράζεται προσωπικά από πολλές διαφορετικές οπτικές.
Αν κάτι φαίνεται στην παράσταση είναι η ελευθερία των ανθρώπων που συμμετείχαν να εκφραστούν ατομικά κάτω από το πρόσωπο μιας νεοσύστατης ομάδας. Αν είναι έτσι, η τέχνη έχει περάσει σε μια νέα εποχή, πιο ελεύθερη από ποτέ.
// Το άρθρο μου αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στο 66ο τεύχος του ε.ΜΜΕ.ίς //
0 απόψεις! Γράψε τη δική σου!:
Δημοσίευση σχολίου